Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

PAULO COELHO


Πάολο Κοέλιο

Ο Πάολο Κοέλιο (πορτ. Paulo Coelho, προφ. Πάουλου Κοέλιου) (γεν. 24 Αυγούστου 1947) είναι Βραζιλιάνος συγγραφέας.

Γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας। Φοίτησε στην νομική, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του το 1970 για να ταξιδέψει σε Μεξικό, Περού, Βολιβία, Χιλή, στην Ευρώπη και την Βόρεια Αφρική. Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Βραζιλία και άρχισε να γράφει στίχους για μουσική. Φυλακίστηκε για λίγο καιρό το 1974 για υπονομευτικές δραστηριότητες κατά της βραζιλιάνικης δικτατορίας.

Παρότι Χριστιανός Καθολικός, τα κείμενά του συνδυάζουν με ένα ιδιαίτερο τρόπο τη θρησκευτικότητα και τον μυστικισμό, διαλογισμό και πνευματικές ασκήσεις και εμπειρίες από το μυστικιστικό παρελθόν του, που συχνά ίσως να αντιτίθεται στη γραμμή του επίσημου Καθολικισμού। Τα θέματά του από την άλλη δεν θα εξέφραζαν συγκεκριμένη θρησκευτική ιδεολογία, αν δεν υπήρχαν τα Καθολικά στοιχεία, αλλά αυτή η διάσταση δεν λαμβάνεται έντονα υπόψη από το κοινό του, καθότι υφίσταται απλά ως υπόβαθρο για την κυρίως ιστορία.

Ενδιαφέρον έχει να πούμε ότι η επίσημη Ελληνική Εκκλησία δεν έχει αντιδράσει θετικά ή αρνητικά για την επιτυχία του στην Ελλάδα (σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, όπως π।χ. με τον Χάρυ Πότερ).

Πολλά από τα έργα του έχουν μία ιδιαίτερη και μυστικιστική ατμόσφαιρα, ενώ πολύ σύνηθες θέμα τους είναι η αφοσίωση σε ένα στόχο και η επίτευξη των ονείρων. Έχει πουλήσει πάνω από 20 εκατομμύρια βιβλία σε ολόκληρο τον κόσμο και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε τριανταοκτώ γλώσσες. Του έχουν απονεμηθεί πολλά λογοτεχνικά βραβεία από διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης μιας υποψηφιότητας για το περίφημο Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο του Δουβλίνου για το "Η Βερόνικα αποφασίζει να πεθάνει".

Βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά:

Το ημερολόγιο ενός μάγου (1987)

Ο Αλχημιστής (1988)

Μπρίντα (1990)

Βαλκυρίες (1992)

Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα και έκλαψα (1994)

Το πέμπτο βουνό (1996)

Το εγχειρίδιο του πολεμιστή του φωτός (1997)

Η Βερόνικα αποφασίζει να πεθάνει (1998)

Ο διάβολος και η δεσποινίδα Πριμ (2000)

Έντεκα λεπτά (2003)

Ταξίδια - Μόνιμος σύντροφος και προσωπικό ημερολόγιο (2004)

Ζαχίρ (2005)

Η μάγισσα του Πορτομπέλο (2006)

Ζωή - Επιλεγμένα αποσπάσματα (2007)

Ο Νικητής είναι μόνος (2008)


ΠΗΓΗ



UMBERTO ECO


Ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco) είναι σύγχρονος Ιταλός λόγιος, ακαδημαϊκός καθηγητής και συγγραφέας.

Ο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Από το 1975 έχει την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 είναι πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Είναι συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων, που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα (Το όνομα του Ρόδου) το 1980, και τιμήθηκε με το βραβείο Strega (1981), και το Medicis Etranger (βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη στην Γαλλία) το 1982.

Φημολογείται ότι το επώνυμο Εκο είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων Ex Coelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο».

Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Εκο και η μητέρα του μετακόμισαν σε ένα χωριό στα βουνά του ιταλικού βορρά. Εκεί ο μικρός Ουμπέρτο παρακολουθούσε τις μάχες ανάμεσα στους φασίστες και στους παρτιζάνους με ανάμεικτα συναισθήματα - συνεπαρμένος μεν από τη δράση, αισθανόταν εν μέρει ευγνώμων που ήταν τόσο μικρός για να αναμειχθεί. Ο ίδιος θυμάται εκείνη την εποχή «σαν ένα μικρό γουέστερν. Αυτοί οι λόφοι είναι στη μνήμη μου το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, στην ηλικία των 12 ετών».

Μετά τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Έκανε το διδακτορικό του στην Φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του βιβλίου «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη».

Άρχισε την ενασχόλησή του με την δημοσιογραφία και, παράλληλα, δέχθηκε την θέση του διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην κρατική ιταλική τηλεόραση (RAI). Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση.

Το 1959 ο Ουμπέρτο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι άρχισε να ασχολείται περισσότερο με το γράψιμο και τις διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του («Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα») απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη δουλειά που του ταιριάζει) μέσα από τη λογοτεχνία.

Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» (ελάχιστο ημερολόγιο) στην εφημερίδα «Il Verri». Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για την γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Μέσα από τη στήλη αυτή άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στη Σημειολογία.

Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη. Από τότε ως σήμερα έχει γράψει δεκάδες δοκίμια («Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Κήνσορες και θεράποντες» (ελλ. τίτλος, στα Ιταλικά "apocalittici e integrati), «Ο υπεράνθρωπος των μαζών», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο», «Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις», «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει» κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες.

Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στην Σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται σε πολιτιστικές μελέτες και αρχίζει να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και στη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.

Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου - 1980, Το Εκκρεμές του Φουκώ - 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας - 1994, Μπαουντολίνο - 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα - 2006,Το νεκροταφείο της Πράγας - 2010). Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Και, φυσικά, δεν φαντάζονταν ποτέ τα 9.000.000 αντίτυπα που πώλησε τελικά το βιβλίο, σε διεθνές επίπεδο, το οποίο έκανε τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.

Ο Έκο γνωρίζει άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, που χρησιμοποιεί πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του ως σήμερα έχει κερδίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις και έχει κάνει δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Παρ' όλα αυτά περνάει τον καιρό του με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι (ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών).

Βιβλιογραφία

Δοκίμια-Μελέτες

Opera apertaApocalittici e integrati (Αποκαλυπτικά και ακέραια, στα ελληνικά με τίτλο "Κήνσορες και θεράποντες) La poetiche di Joyce (Η ποιητική του Τζόις)La struttura assente (Η απούσα δομή)Il problema estetico in Tommaso d’ Aquino (Το αισθητικό πρόβλημα του Θωμά του Ακινάτη)Le forme del contenuto (Οι μορφές του περιεχομένου)Trattato di semiotica generale (Πραγματεία γενικής Σημειωτικής)Come si fa una tesi di laurea (Πώς γίνεται μια διδακτορική διατριβή)Il superuomo di massa (Ο υπεράνθρωπος της μάζας)A passo di gambero (Με το βήμα του κάβουρα)


Λογοτεχνικά έργα

Il nome della rosa (1980) (Το όνομα του Ρόδου)। Συνοδεύτηκε από το "Επιμύθιο στο όνομα του Ρόδου")Il pendolo di Foucault (1988) (To Εκκρεμές του Φουκώ)L’ isola del giorno prima (1994) (Το νησί της προηγούμενης ημέρας)Baudolino (2000) (Μπαουντολίνο)La misteriosa fiamma della regina Loana (2004) (Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα)Il Cimitero di Praga (2010) (Το νεκροταφείο της Πράγας)

Τα περισσότερα έργα του κυκλοφορούν μεταφρασμένα και στα ελληνικά, με κυριότερη μεταφράστρια την Έφη Καλλιφατίδη.


ΠΗΓΗ



Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ




Η Κατερίνα Βασιλάκου γεννήθηκε το 1941 στην Αιδηψό. Σε ηλικία δύο χρόνων ήρθε στην Αθήνα. Aποφοίτησε από το Εθνικό Θέατρο της Αθήνας και οι πρώτοι της ρόλοι ήταν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, συνολικά 14 πρωταγωνιστικοί ρόλοι. Ανάμεσα σε αυτούς η Βιόλα στη Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ, Νίνα στο Γλάρο, στον Οθέλλο και στον Αρχοντοχωριάτη.

Στην Αθήνα συνεργάστηκε με τους περισσότερους θιάσους όπως της Αννας Συνοδινού, της Έλλης Λαμπέτη, της Χριστίνας Σίλβα, του Κώστα Καρρά, της Καρέζη και του Καζάκου, της Ξένιας Καλογεροπούλου κλπ. Η συνάντησή της με τον ηθοποιό Θανάση Μυλωνά αποδεικνύεται η πιο σημαντική όχι μόνο για την επαγγελματική της σταδιοδρομία αλλά και για τη ζωή της.

Παντρεύεται με το Θανάση Μυλωνά και για 15 χρόνια ανεβάζουν έργα όπως την Αννα Φρανκ, τους Μικροαστούς του Γκόργκι, το Γεύση από Μέλι, τη Στρίγγλα που Έγινε Αρνάκι. Μετά το θάνατο του Θανάση Μυλωνά, μόνη της πλέον, η Κατερίνα Βασιλάκου ιδρύει το θέατρο «Πανελλήνιο», στο οποίο με τη συμπαράσταση του Μίνου Βολανάκη παρουσιάζει κατ' αρχήν ένα φεστιβάλ Πίντερ.

Παράλληλα με τις παραστάσεις, ο χώρος φιλοξενεί τα επόμενα χρόνια συζητήσεις, διαλέξεις κ.ά. Ομως, ύστερα από πολύμηνη διαμάχη με τους ιδιοκτήτες του χώρου, η Βασιλάκου θα χάσει κάποια στιγμή το θέατρο. Οχι όμως και το κουράγιο της: το θέατρο «Βασιλάκου» μεταφέρθηκε στον Κεραμεικό, παρουσιάζοντας τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» του Λακλό που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα της. Παράλληλα με τη θεατρική της παρουσία, η Κατερίνα Βασιλάκου είχε έντονη παρουσία στο ελληνικό σινεμά. Την πρώτη της εμφάνιση το 1960 στο σινεμά, με την ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά», ακολούθησαν άλλες 50 ταινίες, με ρόλους στο πλευρό συχνότερα του Νίκου Ξανθόπουλου αλλά και ηθοποιών όπως ο Κατράκης, ο Αυλωνίτης, ο Μακρής κ.ά. Είχε πρωταγωνιστήσει και σε αρκετά τηλεοπτικά σίριαλ. Και στο ραδιόφωνο όμως και όχι μόνον έλαβε μέρος σε πολλά ραδιοφωνικά θεατρικά έργα, αλλά είχε επί χρόνια, δική της εκπομπή στην οποία έγραφε και παρουσίαζε τα κείμενα.

Η Κατερίνα Βασιλάκου άφησε την τελευταία της πνοή στις 4 Ιουλίου του 2001 στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν».



http://www.servitoros.gr/prosopa/view1.php/5/47/

ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΑΚΡΗΣ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1899 και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Υπήρξε ηθοποιός του
θεάτρου και του κινηματογράφου. Στη αρχή της καριέρας του, ευδοκίμησε ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας, μετά την παρακμή της όμως, μετεπήδησε στην επιθεώρηση.

Διαθέτοντας μια θαυμάσια φωνή, έπλασε τον τύπο του μεθύστακα που στα νούμερά του κατέληγε να τραγουδάει καντάδες. Ο τύπος του μεθύστακα, του λαϊκού ανθρώπου που πίνει για να ξεχνά τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου, προϋπήρχε ως παράδοση στο είδος αλλά ο Μακρής του έδωσε βάθος και κοινωνική καταγωγή.

Τον εμπλούτισε με τα σημαντικά χαρακτηρολογικά μοτίβα του γκρινιάρη, του πικραμένου, του αγανακτισμένου λαϊκού ανθρώπου, που με το κρασί ισορροπεί μέσα στον ανισόρροπο κόσμο μας. Ως το θάνατό του έντυσε τον τύπο αυτό με ποικίλματα και το
ν κωδικοποίησε στον κινηματογράφο στην ταινία του Γ. Τζαβέλλα «Ο μεθύστακας».







Στον κινηματογράφο διέπλασε και έναν αμέθυστο τύπο αλλά κοινωνικά και ψυχολογικά παράλληλο, το συντηρητικό πατέρα, το φιλάργυρο γρουσούζη και «ανάποδο» γέροντα, που όμως στο βάθος είναι αγαθός και ευαίσθητος και βρίσκει το προσωπείο του γκρινιάρη και του απρόσιτου ως άμυνα για να επιβιώσει. Οι σημαντικότερες ταινίες του Μακρή είναι «Ο μεθύστακας», «Το αμαξάκι», «Ο γρουσούζης», «Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα», «Η θεία από το Σικάγο», «Η κάλπικη λίρα». Ηθοποιός σπάνιου ήθους και υψηλής επαγελματικής συνείδησης, ο Μακρής σφράγισε με την υποκριτική του λιτότητα την επιθεώρηση και με τη στερεότητά του το σινεμά.


http://www.servitoros.gr/prosopa/view1.php/5/48/


Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ





12 Ιανουαρίου 1933 ~ 27 Ιουλίου 1992


Στην περίπτωση της Καρέζη ισχύει αυτό που έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης: “ Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πως μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται”. Γιατί πέρα από τον γιο της Κωνσταντίνο και τον άντρα της Κώστα Καζάκο, την Τζένη Καρέζη την αγάπησε ολόκληρος ο Ελληνικός λαός …
Θίασος Κοτοπούλη ευρίσκεται εις Πάτρας. Συναντήσατε Κον Μυράτ στο ξενοδοχείο του. Σας προτείνουμε συνεργασία στο θέατρο Ρεξ δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη. Γιώργος Χέλμης.» Αυτό το τηλεγράφημα που έφτασε στα χέρια της μητέρας της Ευγενίας Καρπούζη, Θεώνης, σήμανε την εκκίνηση μιας διαδρομής που θα χαράξει όχι μόνο την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου αλλά και τις ψυχές των Ελλήνων. Πρόκειται για τη διαδρομή της Τζένης Καρέζη.
Η Ευγενία Καρπούζη, λοιπόν, όταν ήταν μικρή βιαζόταν μετά το σινεμά να κλειστεί στο δωμάτιο της, ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα σε τέσσερις τοίχους. Εκεί έπαιρνε ένα σεντόνι και τυλίγοντάς το γύρω από το κορμί της παρίστανε τη Μπέτι Ντέιβις. Ή βάζοντας ένα κασκόλ στο κεφάλι της και παίρνοντας μια κούκλα αγκαλιά έκανε τη χαροκαμένη μάνα. Τα κάγκελα του κρεβατιού της τη βοηθούσαν να παίξει τον ρόλο της φυλακισμένης πριγκίπισσας. Σ’ αυτό το παιδικό δωμάτιο η μετέπειτα Τζένη Καρέζη θα κάνει έναν φίλο, έναν απ’ αυτούς που θα της μείνει πιστός: τον καθρέφτη. Σ’ αυτόν έλεγε όλα τα βάσανα, τα όνειρα και τις ανησυχίες της.
Στην Κατοχή ήταν πολύ μικρή και κρυβόταν στην αγκαλιά της μητέρας της ενώ οι βόμβες έξω έπεφταν βροχή. Ξαφνικά μια μελωδία σταματούσε τα κλάματα. «Είναι η ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν», της εξηγούσε η μητέρα της. Η μουσική έκανε τη μικρή να ξεχνιέται. Και να καταλάβει ότι η Τέχνη λειτουργεί για τους ανθρώπους σαν καταφύγιο.
Αργότερα, στη Θεσσαλονίκη θα ζήσει για μία ακόμα φορά τη σκληρότητα του πολέμου, με την εκτέλεση των δύο Εβραίων συμμαθητών της, του Αλβέρτου και της Ιουδίθ.
Η Θεσσαλονίκη είναι το μέρος όπου θα κατασταλάξουν οι γονείς της έπειτα από πολλές μεταθέσεις από πόλη σε πόλη. Εκεί η Τζένη Καρέζη θα μπει εσωτερική στο σχολείο των Καλογριών. Μέσα στο σχολείο έβλεπε τις Καλόγριες, αυστηρές φιγούρες, να περιφέρονται φορώντας τα άσπρα κολλαριστά καπέλα, σαν αερικά. Μία απ’ αυτές, καθηγήτρια γαλλικής φιλολογίας, την έβαλε να της διαβάσει κάποιο ποίημα. Η τότε «Ευγενούλα» το διάβασε και η καλόγρια είχε ενθουσιαστεί. Τη ρωτάει πώς τη λένε και η καλόγρια επαναλαμβάνει το όνομα της στα γαλλικά: «Eugenie. Gennie. Τζένη δηλαδή.» Αργότερα, ο δάσκαλός της στη Δραματική Σχολή Άγγελος Τερζάκης έδωσε την ιδέα του καλλιτεχνικού επωνύμου της: Καρέζη.
Η εκπαίδευσή της στις Καλόγριες συνεχίστηκε στο Saint Joseph στην Αθήνα. Πέρα από τα άψογα γαλλικά, η εκπαίδευση της καλλιέργησε την αγάπη για τις Τέχνες. Εκεί έμαθε να εκτιμά τη λογοτεχνία και την ποίηση. Στο Γυμνάσιο μετέφραζε σκετς από τα γαλλικά.
Έπαιζε και σκηνοθετούσε έργα στις σχολικές γιορτές. Στην Αθήνα, που έκανε τα δύο τελευταία σχολικά χρόνια, της εβδόμης και της ογδόης, η αγάπη της για το θέατρο είχε πάρει μια συγκεκριμένη μορφή. Η μελλοντική Ελληνίδα σταρ ήξερε πλέον τι ήθελε να κάνει στη ζωή της. O πατέρας της όμως, παρακινούμενος από τις επιδόσεις της στην έκθεση και τα φιλολογικά μαθήματα ήθελε να την κάνει δημοσιογράφο. Αυτή όμως ήθελε να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό. Κάτι που συμφώνησε με τη μητέρα της να κρατήσει μυστικό.
Το 1951, χρονιά αποφοίτησής της από την Ελληνογαλλική Σχολή, πήρε μέρος στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, που ανέβηκε στο «Rex» από τους τελειόφοιτους. Σ’ αυτήν την παράσταση, η Τζένη ήταν πρωταγωνίστρια και σκηνοθέτης. Στην πλατεία του θεάτρου βρισκόταν και ο πρωταγωνιστής- διευθυντής του θεάτρου Δημήτρης Μυράτ που, διακρίνοντας το ταλέντο της, πήγε στα παρασκήνια να συγχαρεί τους γονείς της. Τρία χρόνια αργότερα ο Μυράτ θα είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα την περίμενε για να μιλήσουν για την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση, στο ίδιο θέατρο.
Ο Μυράτ και το ξενοδοχείο στο οποίο βρισκόταν στην Πάτρα ήταν ο προορισμός του λεωφορείου που είχε πάρει η Τζένη Καρέζη. Στη συνάντησή τους, ο Δημήτρης Μυράτ φέρεται να της λέει: «Δεσποινίς, τον Οκτώβριο αρχίζουμε στο Ρεξ με την ?Ωραία Ελένη?. Ξέρετε ότι η πρωταγωνίστρια του θεάτρου είναι η Μελίνα Μερκούρη. Σας πληροφορώ πως ο ρόλος είναι εξίσου μεγάλος, αν όχι μεγαλύτερος από τον δικό της. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: θρίαμβο ή καταστροφή! Διακόψτε, λοιπόν, τον παραθερισμό σας, γυρίστε το γρηγορότερο στην Αθήνα και περιμένετέ με. Σε λίγες μέρες αρχίζουμε πρόβες.»
Η Τζένη Καρέζη απάντησε μ’ ένα «ευχαριστώ πολύ» και βγήκε από το δωμάτιο του Μυράτ. Η εμπιστοσύνη στον εαυτό της ήταν τόσο μεγάλη που αντιμετώπιζε ήδη αυτόν τον ρόλο σαν έναν δρόμο που θα οδηγούσε σε μία μόνο κατεύθυνση: το θρίαμβο.
Στην πρώτη της παράσταση, μπροστά σ’ ένα απαιτητικό κοινό η Τζένη Καρέζη χειροκροτήθηκε απ’ όλους. Όλοι αναγνώρισαν πάνω της τη φλέβα μιας θεατρίνας με μέλλον. Το καμαρίνι της στο τέλος της παράστασης γέμισε από σημαντικές προσωπικότητες του θεάτρου. Η Τζένη Καρέζη είχε πάρει πλέον τον τίτλο της μεγάλης ελπίδας της ελληνικής σκηνής. Ο Μ. Καραγάτσης θα γράψει γι’ αυτήν: «Ας θυμηθούμε πως τούτο το φθινόπωρο του 1954 χάρισε στο ελληνικό θέατρο μια νέα ηθοποιό με μεγάλο μέλλον: την Τζένη Καρέζη».
Η Ελληνίδα σταρ είχε τη διαύγεια να ακολουθήσει το ένστικτό της. Τόλμησε να μεταπηδήσει από το δράμα στην κωμωδία, κάτι που δεν θα το περίμενε κανείς από μια νεαρή ηθοποιό που είχε τελειώσει τη Δραματική πριν από ένα χρόνο. Έτσι, το καλοκαίρι του ’55 εμφανίζεται ως πρωταγωνίστρια ανάμεσα σε δύο γίγαντες της ελληνικής κωμωδίας: τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Μίμη Φωτόπουλο.
Την ίδια εποχή, ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην παρουσία του Φίνου, ο οποίος δεν ήθελε αρχικά να συμμετάσχει σε ταινία του η Τζένη Καρέζη. Το έκανε αφού δέχτηκε μεγάλη πίεση από τον Αλέκο Σακελάριο. Μάλιστα, λέγεται ότι η τελευταία φράση του Φίνου προς τον Σακελάριο ήταν: «Εντάξει, παρ’ την αλλά την ευθύνη θα την έχεις εσύ».
Έτσι έκανε η Τζένη Καρέζη το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο με το «Λατέρνα, Φτώχεια Και Φιλότιμο». Μ’ αυτήν την ταινία η Καρέζη ξεκινά το χτίσιμο ενός άλλου μύθου που πήγαινε μαζί μ’ αυτόν της μεγάλης ηθοποιού: αυτόν της σταρ της μεγάλης οθόνης.
Ο κινηματογράφος και το θέατρο λειτουργούσαν στην περίπτωσή της σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα έτρεφε το άλλο. Γι’ αυτό το «Εθνικό» της προτείνει συνεργασία. Με ρόλους που έγραψαν ιστορία και είχαν τέτοια επιτυχία που έκαναν τις προτάσεις να πέφτουν βροχή. Η Τζένη Καρέζη έγινε περιζήτητη μεταξύ των θεατρικών αλλά και των κινηματογραφικών επιχειρηματιών. Μετά τη συνεργασία της με τον Σακελάριο θα συνεργαστεί με τον Γιώργο Ζερβό στη «Λίμνη των Πόθων».
Πρόκειται για ταινία υψηλής αισθητικής που θα προβληθεί σε ξένα φεστιβάλ. Μετά τα «Ναυάγια της Ζωής», όπου έπαιξε με τον Κώστα Κακκαβά και τον Ανδρέα Μπάρκουλη, θα παίξει στο «Τρελοκόριτσο», ταινία που θα την αναδείξει ως νεανικό ίνδαλμα. Έτσι, παράλληλα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη το εγχώριο σταρ σύστεμ θα αποκτήσει και το αντίπαλο δέος, την Τζένη Καρέζη, αναβιώνοντας έτσι την καλλιτεχνική αντιπαλότητα της Κυβέλης με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, χωρίς όμως τις πολιτικές προεκτάσεις εκείνης της διαμάχης.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω και ανατρέχοντας στα αρχεία της σχολής του «Εθνικού», διακρίνεις την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και την Τζένη Καρέζη στην ίδια παρέα. Είναι η απτή απόδειξη ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη διάγουν «βίους παράλληλους» από τα πρώτα τους χρόνια στην υποκριτική. Έγιναν διάσημες την ίδια χρονιά. Γέννησαν τους γιους τους την ίδια χρονιά. Και πέθαναν τον ίδιο μήνα.
Μπορεί όλη η Ελλάδα να είχε χωριστεί σε δύο «στρατόπεδα» αλλά οι δύο σταρ ήταν πάντα μεταξύ τους φίλες.
Όταν μάλιστα η Βουγιουκλάκη έμαθε, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της Καρέζη, τη δική της αρρώστια πήρε τηλέφωνο τη μάνα της Τζένης, για να της πει: «Κυρία Θεώνη, θα πάω να συναντήσω την Τζένη».
Μια διαφορά ίσως ανάμεσα στις δύο σταρ είναι ότι η Καρέζη τόλμησε και σε πιο «δύσκολους» ρόλους. Και δεν ήταν μόνο τα «Κόκκινα Φανάρια» που έκαναν την Ελληνίδα σταρ να περπατήσει πάνω στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ των Καννών. Ήταν οι ρόλοι που άρχισε να παίζει μετά τη γνωριμία της με τον Κώστα Καζάκο: το μεγάλο κεφάλαιο της ζωής της. «Το 1967 θεωρώ ότι είναι χρονιά-σταθμός στη ζωή μου. Γιατί τότε γνώρισα τον Κώστα. Χρωστάμε και οι δύο αιώνια ευγνωμοσύνη στον Φίνο, γιατί γνωριστήκαμε στην ταινία του "Κοντσέρτο για Πολυβόλα" όπου πρωταγωνιστούσαμε.»
Ο γάμος τους έγινε στις 5 Αυγούστου του 1968 μεταξύ λίγων φίλων και συγγενών. Δεν είχε καμία ομοιότητα με τον προηγούμενο, κοσμοπολίτικο γάμο της Τζένης Καρέζη με τον Ζάχο Χατζηφωτίου. «"Από τη στιγμή που τον γνώρισα κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η προσωπική ζωή του ανθρώπου, ο σύντροφός σου στο σπίτι σου, το παιδί σου, η καριέρα σου"», θα πει η Τζένη Καρέζη για τον Κώστα Καζάκο.
Μετά το γάμο της η Τζένη Καρέζη θα κάνει τη στροφή προς τους «μεγάλους» ρόλους διαλέγοντας να ανεβάσει μαζί με τον άντρα της τη «Θεοδώρα». Στον κινηματογράφο, μετά το «Κοντσέρτο για Πολυβόλα» η επόμενη ταινία του ζευγαριού Καρέζη-Καζάκου θα είναι το «Αγάπη κι Αίμα» του Νίκου Φώσκολου. Για τη συνεργασία του με την Ελληνίδα σταρ ο Νίκος Φώσκολος έχει πει: «Δούλευε σαν σκυλί. Για τα γυρίσματα της ταινίας την έπαιρνε στη μία το βράδυ ένα αυτοκίνητο από το «Γκλόρια», που έπαιζε τότε, και την έφερνε στην Κωπαΐδα. Κοιμόταν περίπου τρεις ώρες, έτρωγε μια φέτα καρπούζι, γιατί έκανε εξαντλητική δίαιτα, και στις εφτά το πρωί ερχόταν στον κάμπο για τα γυρίσματα.»
Η δουλειά και τα ρίσκα που έπαιρνε όσον αφορά στους ρόλους που διάλεγε έφεραν τους καρπούς τους. Ενα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της αδιάκοπης δουλειάς της ήταν η δημιουργία του δικού της θεάτρου, στο «Αθήναιον», που έγινε γνωστό και ως θέατρο «Τζένη Καρέζη». Το εγκαινίασε στις 17 Νοεμβρίου 1978 με το «Πολίτες Β’ Κατηγορίας» που σκηνοθέτησε ο άντρας της. Κι εκεί θα παίξει τους ρόλους που ονειρεύτηκε για τα υπόλοιπα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής της: τη Βιρτζίνια Γουλφ, την Εντα Γκάμπλερ αλλά και τη «Μήδεια» στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο -στην τελευταία θα υποδυθεί την «Ηλέκτρα» το 1986-87.
Κι ενώ η Καρέζη είχε ανεβάσει τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, παράσταση που γνώριζε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας της θα την αναγκάσουν να τη διακόψει απότομα. Η Καρέζη όμως δεν το έβαλε κάτω. Ανέβασε το «Διαμάντια και Μπλουζ» στο θέατρο. Επαιξε στην τηλεοπτική σειρά «Μαύρη Χρυσαλλίδα». Μέχρι που έφυγε από τη ζωή, παρέμεινε αληθινή σταρ.
Δείτε τη βιογραφία της
Τζένης Καρέζη
Του Θανάση Διαμαντόπουλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 351, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 16 Νοεμβρίου 2008.



Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ



Ο Δημήτρης Χορν (9 Μαρτίου 1921 - 16 Ιανουαρίου 1998) ήταν Έλληνας ηθοποιός.

Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1921 σε ξενοδοχείο της οδού Σταδίου στο κέντρο της Αθήνας. Πατέρας του ήταν ο γνωστός στρατιωτικός και θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν. Νονά του η μεγάλη ηθοποιός Κυβέλη. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1940.
Είχε πρωταγωνιστήσει σε δεκάδες θεατρικά έργα. Έκανε το ντεμπούτο του το 1940 στην οπερέτα του Στράους "Η Νυχτερίδα". Αμέσως μετά εμφανίστηκε στο "Θέατρο Ρεξ" της Μαρίκας Κοτοπούλη σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ανάμεσα σ΄ αυτά "Δωδεκάτη νύκτα", "Ριχάρδος Β'", "Ριχάρδος Γ'", "Άμλετ", "Τίμων ο Αθηναίος" (Σαίξπηρ), "Ημερολόγιο ενός τρελού" (Γκόγκολ), "Ιβάνωφ" (Τσέχωφ), "Ερρίκος Δ'" (Πιραντέλο).
Το 1943 - 1944 συμμετείχε στο θίασο Κατερίνας. Το 1944 συγκρότησε δικο του θίασο με τη Μαίρη Αρώνη και αργότερα με τη Βάσω Μανωλίδου. Το 1945 συνεργάστηκε με το θίασο Μελίνας Μερκούρη και Νίκου Χατζίσκου. Από το 1946 έως το 1950 επέστρεψε στο Εθνικό Θεάτρο.
Το 1951 μετέβει στην Αμερική και Αγγλία όπου και παρέμεινε επί διετία παρακολουθώντας την εξέλιξη του θεάτρου. Από το 1953 που επέστρεψε μέχρι το 1959 συγκρότησε μαζί με την Έλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά δικό τους θίασο και "ανεβάζουν" έργα όπως το "Νυφικό κρεβάτι", "Ο βροχοποιός" κα. επιχειρώντας "τουρνέ" στην Κωνσταντινούπολη και Αίγυπτο.
Συμμετείχε μόλις σε δέκα κινηματογραφικές ταινίες με αξιόλογες επιτυχίες όπως "Μια ζωή την έχουμε" (1958), "Αλοίμονο στους νέους" (1961), "Η κάλπικη λίρα" (1954), "Το κορίτσι με τα μαύρα" (1956) κ.ά.
Ξακουστή η ραδιοφωνική εκπομπή του με τίτλο "Ο Ταχυδρόμος Έφτασε". Με μια σουρεαλιστική ειρωνία στη φωνή του, διάβαζε φανταστικά γράμματα ακροατών, σε κείμενα του Κώστα Πρετεντέρη. Ο Δημήτρης Χορν "άφησε" και δεκάδες μαγνητοφωνήσεις θεατρικών έργων.
Ξακουστό είναι το επτάχρονο ειδύλλιο με την μεγάλη ελληνίδα ηθοποιό Έλλη Λαμπέτη, με την οποία παραλίγο να αποκτήσει παιδί αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Πολλά χρόνια αργότερα παραδέχτηκε πως "...η Έλλη δεν ήταν η γυναίκα της ζωή μου". Πριν όμως υπήρξε παντρεμένος με την Ρίτα Φιλίππου.
Το 1967, χρόνια μετά το τέλος της σχέσης του με την Λαμπέτη παντρεύτηκε την Άννα Γουλανδρή (χήρα Παπάγου), η οποία είχε ήδη δύο παιδιά. Έζησαν μαζί μέχρι το θάνατο της το 1988.
Παρά τις ιδιοτροπίες του ο συνδυασμός του ταλέντου με τη γοητεία και τη φινέτσα των τρόπων του, τον ανέδειξε ως έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ηθοποιούς. Λέγεται πως κάποτε μετά από το τέλος μίας παράστασης στην οποία πρωταγωνιστούσε, ζήτησε συγγνώμη για την "άθλια" ερμηνεία του από τους θεατές οι οποίοι παρ' όλα αυτά τον καταχειροκρότησαν.
Μιλούσε Αγγλικά και Γαλλικά. Διετέλεσε Γενικός Διευθυντής της ΕΡΤ την περίοδο 1974 - 1975. Υπήρξε στενότατος φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το 1980 ίδρυσαν μαζί με τη σύζυγο του Άννα Γουλανδρή το Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, σκοπός του οποίου είναι η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού.
Τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία με τον Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Ά.
Πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1998. Μετά το θάνατό του, καθιερώθηκε στη μνήμη του βραβείο (Βραβείο Χορν), το οποίο απονέμεται σε νέους ηθοποιούς του θεάτρου.


Ρήσεις

"Ποτέ δεν έπαψα να πιστεύω ότι ήταν λάθος μου να γίνω ηθοποιός"

"Μη φοβάσαι το τρακ. Πηγαίνει πάντα εκεί, όπου υπάρχει ταλέντο"

"Δεν αρκεί να θέλεις κάτι. Πρέπει να είσαι και έτοιμος να παλέψεις γι' αυτό"

"Κανένα ελάττωμα δεν μπορεί να σου στερήσει την επιτυχία" (Ο ίδιος δεν έβλεπε τους συμπρωταγωνιστές του στη σκηνή, επειδή είχε μυωπία)

"Δεν είναι κακό να βασανίζεσαι. Κακό είναι να βαριέσαι"

"Η επιτυχία είναι εξίσου δύσκολη να τη χειριστείς, με την αποτυχία"


Γνωστά τραγούδια

"Ηθοποιός σημαίνει φως"

"Οι θαλασσιές οι χάντρες"

"Ποιος το ξέρει"

"Ας είναι καλά το γινάτι σου"

"Πες μου μια λέξη"

"Το πάρτυ"


ΠΗΓΗ:

http://el.wikipedia.org/wiki/Δημήτρης_Χορν

ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ



Η Έλλη Λαμπέτη (13 Απριλίου 1926 – 3 Σεπτεμβρίου 1983) ήταν μια από τις μεγαλύτερες ελληνίδες ηθοποιούς.


Βιογραφία

Γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου. Ο πατέρας της Κώστας Λούκος είχε μια ταβέρνα στα Βίλια Αττικής και η μητέρα της ήταν η Αναστασία Σταμάτη. Είχε 6 αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό, που πεθαίνει από φυματίωση το 1941. Το 1928 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Με τον Αλέκο Αλεξανδράκη έζησαν πάλι έναν θυελλώδη έρωτα που διήρκεσε δύο χρόνια και συμπρωταγωνίστησαν και στο θέατρο. Ο γάμος της με τον Μάριο Πλωρίτη (ο οποίος παρέμεινε αιώνιος φίλος της και στάθηκε δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής της) το 1950 υπήρξε ατυχής, χώρισαν το 1953, όταν γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Χορν, και μαζί έγραψαν μία από τις πιο λαμπερές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στη σκηνή. Όμως, δεν παντρεύτηκαν ποτέ και επιπλέον η Λαμπέτη αναγκάστηκε να κάνει έκτρωση στο παιδί που κυοφορούσε από εκείνον.

Από τον Δ. Χορν χώρισε το 1959, όταν γνώρισε τον αμερικανό συγγραφέα Γουέηκμαν (Frederic Wakeman), τον οποίο παντρεύτηκε, αλλά χώρισε το 1976 μετά από πολλά προβλήματα και όντας χρόνια εν διαστάσει. Σημαντική γνωριμία στη ζωή της στάθηκε ο γνωστός ηθοποιός Κώστας Καρράς, με τον οποίο η Λαμπέτη ονειρευόταν για άλλη μια φορά τον γάμο και την οικογένεια. Θα παίξουν μαζί στο "Θυμήσου τον Σεπτέμβρη", αλλά εμπόδιο στα σχέδιά της είναι το νεαρό της ηλικίας του και το ότι εκείνος είναι παντρεμένος, κάτι που η ίδια αγνοούσε. Θα μάθει την αλήθεια από τη γνωστή πλέον ηθοποιό Βέρα Κρούσκα, η οποία έκανε τα πρώτα θεατρικά της βήματα στο πλευρό της Λαμπέτη.

Ο καρκίνος κάνει την εμφάνιση της στη ζωή της ηθοποιού (1969). Αφού της στέρησε τις αγαπημένες της αδερφές, τις οποίες έχασε όλες (εκτός από την αδερφή της Αντιγόνη, η οποία έζησε αρκετά χρόνια και μετά το θάνατο της Έλλης) από καρκίνο του μαστού, ο καρκίνος χτύπησε την πόρτα και της ίδιας. Μετά την εγχείρηση (ολική μαστεκτομή) στην οποία υποβλήθηκε στις ΗΠΑ επιστρέφει και προσπαθεί να το ξεπεράσει.

Μια προσπάθεια υιοθεσίας από κοινού με τον Γουέηκμαν, (της μικρής Έλίζας) της δημιούργησε πλείστα προβλήματα, όταν δικαστική απόφαση την υποχρέωσε να επιστρέψει το παιδί, μετά παρέλευση 4 χρόνων, στους φυσικούς γονείς του. Η περιπέτεια αυτή της δημιούργησε γενική κατάπτωση και μελαγχολία, που την κράτησε μακριά από το θέατρο. Η επάρατη νόσος όμως ήρθε να συμπληρώσει την τραγωδία της μεγάλης αυτής ηθοποιού, κάνοντας την επανεμφάνισή της μετά από 11 χρόνια, το 1980. Οι μεταστάσεις ήταν συνεχείς. Οι χημειοθεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε έπληξαν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να χάσει και τη φωνή της. Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στην Αθήνα ήταν τα "Παιδιά ενός κατώτερου Θεού" στο ρόλο της κωφάλαλης Σάρα.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 άφησε τη τελευταία της πνοή σε νοσοκομείο των ΗΠΑ που είχε μεταβεί λίγες εβδομάδες πριν. Η τελευταία προσφορά της ήταν η δωρεά των ματιών της.
Η Έλλη Λαμπέτη είχε τιμηθεί με το επαμειβόμενο βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη για την διετία 1949-1951.

Επαγγελματική σταδιοδρομία

Το θέατρο Λαμπέτη στη Λ. Αλεξάνδρας στην Αθήνα.
Το 1941 έδωσε εξετάσεις και απέτυχε τόσο στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου όσο και στη σχολή Κοτοπούλη. Η ίδια η Μαρίκα Κοτοπούλη όμως αναγνώρισε το ταλέντο της και την έκανε δεκτή στη σχολή της. Άλλαξε το επώνυμο της από Λούκου σε Λαμπέτη όταν διάβασε το βιβλίο "Αστραπόγιαννος" του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Πρώτη της θεατρική εμφάνιση το 1942 στο έργο "Η Χάνελε πάει στο Παράδεισο" του Γκέρχαρντ Χάουπτμαν. Η συμμετοχή της όμως στο έργο "Γυάλινος κόσμος" στο θέατρο του Κάρολου Κουν είναι εκείνο που την καθιερώνει ως εξαίρετη ηθοποιό. Από το 1949 ανήκει στο θίασο του Κ. Μουσούρη όπου και η μεγαλύτερη μέχρι τότε επιτυχία της σημείωσε στο έργο "Πέγκ καρδούλα μου".
Συμπρωταγωνίστρια με τον Δ. Χορν και τον Γ. Παππά ανέβασε κλασσικά έργα όπως "Νυφικό κρεβάτι", "Παιχνίδι της Μοναξιάς" κ.ά. Επίσης συνεργάστηκε στο θέατρο με μεγάλους ηθοποιούς, όπως ήταν ο Μάνος Κατράκης, που επιπλέον τους συνέδεε βαθιά φιλία. Τελευταία της παρουσία στο Θέατρο ήταν το 1981 στο έργο "Σάρα - Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού" υποδυόμενη με απίστευτη επιτυχία τη κωφάλαλη Σάρα. Αλλά και στον ελληνικό κινηματογράφο οι επιτυχίες της δεν ήταν λίγες, ιδιαίτερα στο "Κορίτσι με τα μαύρα", "Κυριακάτικο ξύπνημα" αλλά και στο "Η Κάλπικη λίρα".

Θεατρογράφημα

Το ταξίδι του γάμου (Κάρλο Ντε Φρις) Θίασος Κοτοπούλη 1942

Αλάτι και πιπέρι Θίασος Κοτοπούλη 1942

Η Χάννελε πάει στον παράδεισο(Γκ. Χάουπτμαν)Θίασος Κοτοπούλη 1942

Ο ψεύτης και η καλόγρια (Κουρτ Γκετς) Θίασος Κοτοπούλη 1944

Φουσκοθαλασσιές (Δημήτρης Μπόγρης) Θίασος Κοτοπούλη 1944

Σκάνδαλο σε γυμνάσιο θηλέων (Λαντ. Φοντόρ) Θίασος Μιράντας,Μουσούρη,Νέζερ 1944

Χάιλ Χίτλερ (Δ. Ευαγγελίδη- Αλ. Σακελλάριου) Θίασος Μουσούρη 1944

Η μεγάλη στιγμή (Αλέκου Λιδωρίκη) Θίασος Μουσούρη 1945

Οι έμποροι της δόξας (Μαρσέλ Πανιώλ-Πωλ Νιβουά) Θίασος Μουσούρη 1945

Η κυρία προέδρου (Μ.Εννεκέν-Πωλ Βεμπέρ) Θίασος Μουσούρη 1945

Μποέμ (Ρενάτο Μόρντο) Θεατρική εταιρεία Μουσούρη, Μόρντο, Ανεμογιάννη 1945

Εμείς κι ο χρόνος (Τζων Πρίσλευ) Θέατρο Τέχνης 1946

Γυάλινος Κόσμος (Τένεση Ουίλλιαμς) Θέατρο Τέχνης 1946

Αντιγόνη (Ζαν Ανούιγ) Θέατρο Τέχνης 1947

Ο γάμος της Μπάρμπαρα (Τζέημς Μπάρι) Θέατρο Τέχνης 1947

Το φιόρο του Λεβάντε (Γρηγόριος Ξενόπουλος) Θέατρο Τέχνης 1947

Ήταν όλοι τους παιδιά μου (Άρθουρ Μίλλερ) Θέατρο Τέχνης 1947

Ζωή με τον πατέρα (Χάουαρντ Λίντσευ- Ράσσελ Κρουζ) Θέατρο Τέχνης 1947

Ο ανακριτής έρχεται (Τζων Πρίσλευ) Θέατρο Τέχνης 1948

Ματωμένος Γάμος (Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα) Θέατρο Τέχνης 1948

Ο Απόλλων του Μπελάκ (Ζαν Ζιρωντού) Θίασος Κατερίνας 1948

Χρυσή μου Ρουθ (Νόρμαν Κράσνα) Θίασος Κατερίνας 1948

Ο κουρέας της Σεβίλλης (Μπωμαρσαί) Εθνικό Θέατρο 1948

Οι Φοιτητές (Γρηγόριος Ξενόπουλος) Εθνικό Θέατρο 1949

Φθινοπωρινή Παλίρροια (Δάφνη ντυ Μωριέ) Θίασος Κατερίνας 1949

Οι τρομεροί εραστές (Νόελ Κάουαρντ) Θίασος Κατερίνας 1949

Η κληρονόμος (Ρουθ-Αυγούστου Γκετς) Θίασος Μουσούρη 1949

Η ανθρώπινη φωνή (Ζαν Κοκτώ) Θίασος Μουσούρη 1950

Λίλιομ (Φέρεντς Μολνάρ) Θίασος Μουσούρη 1950

Ένας αξιοθαύμαστος υπηρέτης (Τζέημς Μπάρρι) Θίασος Μουσούρη 1950

Πεγκ, καρδούλα μου (Τζ. Χαρτλευ Μάννερς) Θίασος Μουσούρη 1950

Χαμένοι στο σκοτάδι (Πωλ Βίνσετ Κάρρολλ) Θίασος Μουσούρη 1951

Το κουρέλι (Ντάριο Νικοντέμι) Θίασος Μουσούρη 1951

Βαθειά, γαλάζια θάλασσα (Τέρενς Ράττιγκαν) Θίασος Λαμπέτη, Παππά, Χορν 1952

Ξενοδοχείο η ευτυχία (Μαρκ Ζιλμπέρ Σωβαζόν) Θίασος Λαμπέτη, Παππά, Χορν 1952

Νόρα-Το σπίτι της Κούκλας (Ερρίκου Ίψεν) Θίασος Λαμπέτη, Παππά, Χορν 1953

Αγαπούλα (Άρθουρ Σνίτσλερ) Θίασος Λαμπέτη, Παππά, Χορν 1953

Τρεις άγγελοι (Αλμπέρ Υσσόν) Θίασος Λαμπέτη, Παππά, Χορν 1953

Γαλάζιο Φεγγάρι (Χιου Χέρμπερτ) Θίασος Λαμπέτη, Παππά, Χορν 1953

Ο άνθρωπος με την ομπρέλα (Ντάινερ-Μόρρουμ) Θίασος Λαμπέτη, Παππά, Χορν 1954

Πρόσκληση στον πύργο (Ζαν Ανούιγ) Θίασος Μουσούρη 1955

Το τελευταίο βαλς (Σώμερσετ Μωμ) Θίασος Μουσούρη 1956

Νυχτερινή επίσκεψη (Γκέγιερ) Θίασος Μουσούρη 1956

Αριστοκρατικός δρόμος (Τζέημς Μπάρρι) Θίασος Λαμπέτη, Χορν 1956

Βροχοποιός (Ν.Ρίτσαρντ Νας) Θίασος Λαμπέτη, Χορν 1956

Ζιζή (Αννίτα Λους) Θίασος Λαμπέτη Χορν 1957

Το νυφικό κρεβάτι (Γιαν ντε Νάρτογκ) Θίασος Λαμπέτη, Χορν 1957

Ένα ζευγάρι παπούτσια (Κλωντ Μανιέ) Θίασος Λαμπέτη, Χορν 1958

Το παιχνίδι της μοναξιάς (Ουίλλιαμ Γκιμπσον) Θίασος Λαμπέτη, Χορν 1958

Ο Βαβάς (Αντρέ Ρουσσέν) Θίασος Λαμπέτη, Χορν 1958

Η κυρία με τις καμέλιες (Αλέξανδορς Δουμάς) Θίασος Λαμπέτη, Χορν 1959

Εραστής από χαρτόνι (Ζακ Ντεβάλ) Θίασος Λαμπέτη, Χορν 1959

Το θαύμα της της Άννυ Σάλλιβαν (Ουίλλιαμ Γκίμπσον) Θίασος Λαμπέτη 1961

Πεγκ, καρδούλα μου (Τζ. Χάρτλευ Μάννερς) Θίασος Λαμπέτη 1961

Η μικρή μας πόλη (Θόρντον Γουάιλντερ) Θίασος Λαμπέτη 1962

Ανοιξιάτικο τραγούδι (Τζων Βαν Ντρούτεν) Θίασος Λαμπέτη 1962

Οντίν (Ζαν Ζιρωντού) Θίασος Λαμπέτη 1962

Η κληρονόμος (Ρουθ-Αυγούστου Γκετς) Θίασος Λαμπέτη 1962

Σαμπρίνα (Σάμιουελ Τέηλορ) Θίασος Λαμπέτη 1963

Ατζαλένιο γοβάκι (Πωλ Κλωντέλ) Εθνικό Θέατρο 1964

Ξυπόλητη στο πάρκο (Νηλ Σάιμον) Θίασος Λαμπέτη 1964

Λεωφορείο ο Πόθος (Τένεση Ουίλλιαμς) Θίασος Λαμπέτη 1965

Αγία Ιωάννα (Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω) Θίασος Λαμπέτη 1966

Μαμζέλ Πέπσυ (Πιερ Εντμόν Βικτόρ) Θίασος Λαμπέτη 1966

Θυμήσου το Σεπτέμβρη (Νόελ Κάουαρντ) Θίασος Λαμπέτη 1967

Σαράντα καράτια (Πιερ Μπαριγιέ) Θίασος Λαμπέτη 1968

Φράνκυ (Κάρσον Μακ Καλλερς) Θίασος Λαμπέτη 1969

Το άνθος του κάκτου (Πιερ Μπαριγιέ-Ζαν Πιερ Γκρεντύ) Θίασος Λαμπέτη 1970

Τσιν τσιν (Φρανσουά Μπιγιεντού) Θίασος Λαμπέτη, Κωνσταντάρα 1970

Μια λαίδη στο σφυρί ( Σώμερσετ Μωμ) Θίασος Λαμπέτη, Κωνσταντάρα 1970

Ο λογαριασμός (Φρανσουάζ Ντορέν) Θίασος Λαμπέτη 1971

Πέντε Θεατρικές μορφές:Ζαν Κοκτώ-Η ψεύτρα, Αυγούστου Στρίντμπεργκ-Η πιο δυνατή, Ζαν Κοκτώ- Την έχασα, Κάθρην Μάνσφηλντ, Ζαν Κοκτώ-Η ανθρώπινη φωνή Θίασος Λαμπέτη 1971

Γλυκιά Ίρμα (Αλεξάντερ Μπερεφφόρ-Μαργκερίτ Μονό) Θίασος Λαμπέτη 1972

Η τυφλόμυγα (Α.Λίκμπορν) Θίασος Λαμπέτη, Κατερίνας 1972

Μικρές αλεπούδες (Λίλιαν Χέλμαν) Θίασος Λαμπέτη, Κατερίνας 1973

Ο Βυσσινόκηπος (Άντον Τσέχοφ) Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος 1974

Δεσποινίς Μαργαρίτα (Ρομπέρτο Αλτάιντε) Θίασος Λαμπέτη 1975

Φθινοπωρινή ιστορία (Αλεξέι Αρμπούζοφ) Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο 1977

Έξι μονόπρακτα: Μπέρτολτ Μπρεχτ-Η εβραία(από το «Τρόμος και Αθλιότητα στο Γ’ Ράιχ), Αυγούστου Στρίντμπεργκ-Η Πιο Δυνατή, Τσέχοφ-Αρού Όλυα («Μια Ψυχούλα»), Ζαν Κοκτώ-Η ανθρώπινη φωνή, Η ψεύτρα, Ο Πιερότος(«Την έχασα») Θίασος Λαμπέτη 1978

Φιλουμένα Μαρτουράνο (Εντουάρντο ντε Φιλίππο) Θίασος Λαμπέτη 1978

Ντόλλυ-«Η Προξενήτρα» (Θόρντον Ουάιλντερ) Θίασος Λαμπέτη 1980

Σάρα, Τα Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού (Μαρκ Μέντοφ) Θίασος Λαμπέτη 1981

Οι ταινίες

Αδούλωτοι σκλάβοι (1946) .... Τατιάνα
Παιδιά της Αθήνας (1947)
Διαγωγή μηδέν (1949) .... Μπίλιω Φουντούκα
Ματωμένα Χριστούγεννα (1951) .... Ελένη
Κυριακάτικο ξύπνημα (1953) .... Μίνα Λαμπρινού
Η κάλπικη λίρα (1954) .... Αλίκη
Το κορίτσι με τα μαύρα (1956) .... Μαρίνα
Το τελευταίο ψέμα (1957) ... Χλόη
Χαμένο κορμί (The Wastrel/Il Relitto) (1961) .... κυρία Μπελ
Μια μέρα, ο πατέρας μου (One Day, My Daddy) (1968)
Την τηλεοπτική περίοδο 2006 - 2007 προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha τηλεοπτική σειρά 20 επεισοδίων, με τίτλο Έλλη Λαμπέτη: Η τελευταία παράσταση, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της βιογράφου της Λαμπέτη Φρίντας Μπιούμπι,("Έλλη Λαμπέτη: Η τελευταία παράσταση" Εκδόσεις Εξάντας 1983) με πρωταγωνίστριες στο ρόλο της Λαμπέτη τις, Μαρίνα Καλογήρου (νεαρή ηλικία) και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (ώριμη ηλικία).

Ο Φρέντυ Γερμανός έγραψε τη βιογραφία της δεκατρία χρόνια μετά το θάνατο της (1996).



ΠΗΓΗ:


http://el.wikipedia.org/wiki/Έλλη_Λαμπέτη